είδα σήμερα το απόγευμα ένα όνειρο, περίεργο.. επισκέφτηκα μια ηλικία και ένα μέρος που δεν έχω επισκεφτεί ποτέ στα όνειρα μου, την εποχή που ήμουν στο δημοτικό..
έβρεχε και πηγαίναμε στο σχολείο με τρεις συμμαθητές μου, τρέχαμε για κάποιον λόγο, και οι τρεις τους φορούσαν μπλε αδιάβροχα, εγώ δεν φορούσα.. μόνο το πρόσωπο του ενός μπόρεσα να αναγνωρίσω και αυτό όχι με απόλυτη βεβαιότητα, ανεβαίναμε μια ανηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι του παππού μου στο χωριό, δεν είχε καμία σχέση με την τοποθεσία του σχολείου που ήταν στην πόλη και την την διαδρομή αυτή δεν την είχα κάνει ποτέ μαζί τους
φτάσαμε στο σχολείο και μπήκαμε σε μια αίθουσα επίσης άγνωστη, είμασταν μαζεμένα τα παιδιά της τάξης μου, έξω έβρεχε και μέσα στην αίθουσα που έμοιαζε πιο πολύ με κουζίνα σπιτιού είχε αναμμένη μια ξυλόσομπα, ζέστανα τα χέρια μου.. υποτίθεται πως ετοιμαζόμασταν για εκδρομή (μέσα στην βροχή;) οι δάσκαλοι ήταν σε μια δίπλα αίθουσα και συζητούσαν, τρία πρόσωπα μόνο αναγνώρισα, το ένα μόνο σαν όνομα.. το δεύτερο ήταν το κοριτσάκι που αγαπούσα τότε και φυσικά πήγα και κάθησα δίπλα του, δεν μπόρεσα να διακρίνω καλά το πρόσωπο της αλλά ήταν αυτή, καθόταν σε έναν πάγκο πιο ψηλά από μένα και μου έδωσε κάτι φαγώσιμο να δοκιμάσω, χτύπησε ένα τηλέφωνο δίπλα της και το σήκωσε και εγώ είπα το σήκωσε η διευθύντρια και γελάσαμε, σε ένα στρόγγυλο τραπέζι καθόταν μια άλλη συμμαθήτρια μου που έχει πεθάνει και μου έδωσε δύο κομμάτια από κάτι σαν κριτσίνι και μάλιστα ολικής άλεσης.. κάπως της παραπονέθηκα δεν θυμάμαι καλά.. και έδωσα το δεύτερο κομμάτι στην άλλη κοπέλα που είχα αναγνωρίσει μόνο με το όνομά της, έξω έβρεχε.. μέσα είμασταν με τα μπουφάν μας και η σόμπα έκαιγε..
μου άφησε μια δυνατή εντύπωση αυτό το όνειρο, πρώτη φορά επιστρέφω σε εκείνη την εποχή και θυμήθηκα πρόσωπα που έχω να σκεφτώ πάρα πολλά χρόνια, σκεφτόμουν πως αν πήγαινα στην πόλη μου αυτό το καλοκαίρι θα επισκεφτόμουν το παλιό μου δημοτικό να δω πως είναι τώρα, αλλά δεν πήγα τελικά, έμεινα εδώ
έβρεχε και πηγαίναμε στο σχολείο με τρεις συμμαθητές μου, τρέχαμε για κάποιον λόγο, και οι τρεις τους φορούσαν μπλε αδιάβροχα, εγώ δεν φορούσα.. μόνο το πρόσωπο του ενός μπόρεσα να αναγνωρίσω και αυτό όχι με απόλυτη βεβαιότητα, ανεβαίναμε μια ανηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι του παππού μου στο χωριό, δεν είχε καμία σχέση με την τοποθεσία του σχολείου που ήταν στην πόλη και την την διαδρομή αυτή δεν την είχα κάνει ποτέ μαζί τους
φτάσαμε στο σχολείο και μπήκαμε σε μια αίθουσα επίσης άγνωστη, είμασταν μαζεμένα τα παιδιά της τάξης μου, έξω έβρεχε και μέσα στην αίθουσα που έμοιαζε πιο πολύ με κουζίνα σπιτιού είχε αναμμένη μια ξυλόσομπα, ζέστανα τα χέρια μου.. υποτίθεται πως ετοιμαζόμασταν για εκδρομή (μέσα στην βροχή;) οι δάσκαλοι ήταν σε μια δίπλα αίθουσα και συζητούσαν, τρία πρόσωπα μόνο αναγνώρισα, το ένα μόνο σαν όνομα.. το δεύτερο ήταν το κοριτσάκι που αγαπούσα τότε και φυσικά πήγα και κάθησα δίπλα του, δεν μπόρεσα να διακρίνω καλά το πρόσωπο της αλλά ήταν αυτή, καθόταν σε έναν πάγκο πιο ψηλά από μένα και μου έδωσε κάτι φαγώσιμο να δοκιμάσω, χτύπησε ένα τηλέφωνο δίπλα της και το σήκωσε και εγώ είπα το σήκωσε η διευθύντρια και γελάσαμε, σε ένα στρόγγυλο τραπέζι καθόταν μια άλλη συμμαθήτρια μου που έχει πεθάνει και μου έδωσε δύο κομμάτια από κάτι σαν κριτσίνι και μάλιστα ολικής άλεσης.. κάπως της παραπονέθηκα δεν θυμάμαι καλά.. και έδωσα το δεύτερο κομμάτι στην άλλη κοπέλα που είχα αναγνωρίσει μόνο με το όνομά της, έξω έβρεχε.. μέσα είμασταν με τα μπουφάν μας και η σόμπα έκαιγε..
μου άφησε μια δυνατή εντύπωση αυτό το όνειρο, πρώτη φορά επιστρέφω σε εκείνη την εποχή και θυμήθηκα πρόσωπα που έχω να σκεφτώ πάρα πολλά χρόνια, σκεφτόμουν πως αν πήγαινα στην πόλη μου αυτό το καλοκαίρι θα επισκεφτόμουν το παλιό μου δημοτικό να δω πως είναι τώρα, αλλά δεν πήγα τελικά, έμεινα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου